φλογόστομος

φλογόστομος
-ον, Μ
μτφ. (για ρήτορα) αυτός που είναι πολύ δηκτικός, καυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + -στομος (< στόμα), πρβλ. στενό-στομος, χαλκό-στομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”